καλαμῶμαι — καλαμόω bind pres subj mp 1st sg καλαμόω bind pres ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικαλαμώμαι — ἐπικαλαμῶμαι, άομαι (Α) σταχυολογώ μετά τον θερισμό, συνάζω τά απομεινάρια τού θερισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καλαμώμαι (< καλάμη) «συλλέγω τα στάχια μετά τον θερισμό»] … Dictionary of Greek
καλάμη — καλάμη, ἡ (Α) 1. το στέλεχος τού σταχιού τών σιτηρών, κυρίως τού σταριού 2. ό,τι απομένει από τα στάχια στο έδαφος μετά τον θερισμό, η καλαμιά, το άχυρο 3. μτφ. λείψανο, νεκρός, πτώμα 4. κάλαμος, καλάμι 5. (μτφ., για γέροντα) ό,τι απόμεινε από τη … Dictionary of Greek
καλάμημα — καλάμημα, τὸ (Α) [καλαμώμαι] σταχυολογία, σταχυολόγημα … Dictionary of Greek
καλαμήτρια — και καλαμητρίς, ἡ (Α) [καλαμώμαι] αυτή που συλλέγει καλάμια, που σταχυολογεί τα υπολείμματα μετά τον θερισμό … Dictionary of Greek
καλαμητός — καλαμητός, ὁ (Α) [καλαμώμαι] η συλλογή καλαμιών, δηλ. στελεχών σίτου, σταχυολογία … Dictionary of Greek
ξυλαμώ — ξυλαμῶ, άω (Α) (σχετικά με πράσινους βλαστούς και χόρτα) φυτεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ανάλυση τού ρ. σε ξύλον + ἄμη «σκαπτικό εργαλείο, τσάπα» ή σε ξύλον + ἀμῶ (Ι) «θερίζω» δεν ικανοποιεί από σημασιολογική άποψη. Εξίσου σημασιολογικά… … Dictionary of Greek